άφεση

άφεση
Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη στρατιωτική θητεία, η απόλυση, ενώ στο αστικό δίκαιο, η θεληματική παροχή συγγνώμης σε αυτόν που έκανε άθελα έναν φόνο από τους συγγενείς του θύματος. Ά. χρέους, εξάλλου, είναι η σύμβαση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, με την οποία ο τελευταίος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση. Τέλος, κατά τη χριστιανική θρησκεία, η ίδρυση της εκκλησίας του Ιησού Χριστού έχει σκοπό τη σωτηρία του ανθρώπου με την παροχή ά. των αμαρτιών του. Η ά. γίνεται δυνατή με τα μυστήρια της Εξομολόγησης, της Βάπτισης, της Μετάνοιας και της Θείας Ευχαριστίας. Κατά τα Ευαγγέλια, ο Χριστός έδωσε στους Αποστόλους την εξουσία για την ά. των αμαρτιών και, στη συνέχεια, η εξουσία αυτή μεταβιβάστηκε στους επισκόπους και αυτοί τη μεταβίβασαν στους εξομολογητές κληρικούς. Κατά τις απόψεις της Ανατ. Εκκλησίας, η ά. των αμαρτιών δεν εξαρτάται μόνο από την εξαγγελία των πνευματικών πατέρων, αλλά χρειάζεται και την έμπρακτη μετάνοια των αμαρτωλών. Η Δυτ. Εκκλησία υποστηρίζει ότι δεν αρκεί η μετάνοια και η συγχωρητική ευχή του ιερέα αλλά είναι αναγκαίο να ικανοποιηθεί και η θεία δικαιοσύνη με ποινές. Αυτό είχε αποτέλεσμα να καθιερωθούν τα συγχωροχάρτια που τα χορηγούσαν ο πάπας ή οι ιερείς της Δυτ. Εκκλησίας αντί χρηματικής πληρωμής που απέβλεπε στην εξαγορά των ποινών. Η αντίληψη αυτή οδήγησε τελικά στην εκδήλωση της αντίδρασης του Λούθηρου (διαμαρτυρόμενοι).
* * *
η (AM ἄφεσις) [αφίημι]
1. (για πρόσωπα) απόλυση, απελευθέρωση
2. συγχώρηση, χάρη
αρχ.
Ι. 1. απαλλαγή από υποχρέωση ή συμβόλαιο
2. αθώωση
3. άδεια απουσίας ή εξόδου, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία
4. παραγραφή χρέους
5. διάζευξη, διαζύγιο
6. χαλάρωση, (σωματική) εξάντληση
7. το ξεκίνημα, η εκκίνηση των αλόγων σε αγώνα
8. συνεκδ. το σημείο εκκίνησης, αφετηρία βαλβίδα
9. εκπομπή, εκροή, εκτίναξη ενός αντικειμένου ή νερού
10. (για ζώα) γέννηση
11. παύση, αποπομπή
12. αφεσμός*, νέο σμήνος μελισσών
Μ. φρ.
1. «ἀφέσεις θαλάσσης» — κανάλια, διώρυγες
2. «ὁ ἐνιαυτὸς τῆς ἀφέσεως» — το ιωβηλαίο*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άφεση — η 1. ρίξιμο, εκκίνηση, η πράξη του αφήνω: Στην αρχή της γιορτής έγινε άφεση περιστεριών. 2. απαλλαγή, συγχώρεση: Τώρα αυτοί όλοι ζητούν άφεση αμαρτιών. 3. απόλυση από το στρατό: Το παιδί δεν πήρε ακόμη την άφεσή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • εξαπολύω — και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ) δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία νεοελλ. απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του») νεοελλ. μσν. 1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω… …   Dictionary of Greek

  • ιωβηλαίο — (Jubilaeum). Έτσι ονόμαζαν οι Εβραίοι το τελευταίο έτος κάθε πεντηκονταετίας. Το εβραϊκό I. ήταν έτος πλήρους ανάπαυσης, αφιερωμένο στον Θεό. Ο θεσμός αυτός είχε για το εβραϊκό έθνος ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, αφού τα χωράφια και τα σπίτια που… …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • έσις — (I) ἕσις, ἡ (Α) [ίημι] 1. άφεση 2. ορμή. (II) ἕσις, ἡ (Α) [έζομαι] το να κάθεται κάποιος, το κάθισμα …   Dictionary of Greek

  • ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω …   Dictionary of Greek

  • αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”